- φλάουτο
- (Μουσ.). Πνευστό μουσικό όργανο, που αποτελείται από έναν σωλήνα από ξύλο, ασήμι ή πλατίνα, ο οποίος είναι κλειστός από το ένα άκρο, ενώ κοντά στο άλλο έχει μια τρύπα, από την οποία φυσούν τον αέρα, που, όταν χτυπά στα εσωτερικά τοιχώματα του σωλήνα, δημιουργεί έναν εξαιρετικά καθαρό ήχο, που βγαίνει από άλλες τρύπες, εφοδιασμένες με κλειδιά και ανοιγμένες σε ολόκληρο το μήκος του οργάνου.
Το φ. κατάγεται από τον αρχαίο ελληνικό αυλό (αυλός του Πανός ή σύριγξ), που ήταν κατασκευασμένος από πολλά καλάμια δεμένα μαζί και που το καθένα αντιστοιχούσε σε έναν φθόγγο (παρόμοια όργανα υπάρχουν και σήμερα σε πολλούς πρωτόγονους λαούς). Τον Μεσαίωνα τα φ. διακρίνονταν σε ίσια και πλάγια (τα ονόματα οφείλονταν στη διαφορετική θέση, στην οποία κρατούσε ο εκτελεστής τον κάθε τύπο οργάνου. Ενώ τα ίσια φ. έπαψαν να υπάρχουν κατά τα μέσα του 18ου αι. (ξαναπαρουσιάστηκαν στη Γερμανία στις αρχές του 20ού αι.), τα πλάγια –πολύ πλουσιότερα σε εκφραστικές ικανότητες– έφτασαν στην τελική μορφή τους κατά το 1830, όταν ο Γερμανός Τέομπαλντ Μπεμ, μέλος της βασιλικής ορχήστρας του Μονάχου, ανακάλυψε ένα σύστημα κλειδιών, που ανέτρεψε την τεχνική της κατασκευής των πνευστών οργάνων. Ο Μπεμ καθόρισε επίσης τις αναλογίες των οπών, το σχήμα του επιστομίου και το κυλινδρικό σχήμα του σωλήνα, το οποίο από τον 17o αι. ήταν κωνικό. Περίφημος τεχνικός και δεξιοτέχνης του φ. ήταν τον 18o αι. ο Γιόαχιμ Κουάντς, που άφησε, μεταξύ των άλλων, και μια βασική Μελέτη μεθόδου για την εκμάθηση του πλάγιου φλάουτου (1752) και συνετέλεσε κατά πολύ στο να γίνει το φ. σπουδαίο όργανο σόλο. Ως τέτοιο το ανέδειξε και ο Μπαχ, που έγραψε πολλές συνθέσεις για φ. Με τον Χάιδν το φ. μπήκε οριστικά στην ορχήστρα. Η μεγάλη φωνητική έκταση επιτρέπει στο όργανο εξαιρετικό ηχοχρωματικό πλούτο και μοναδικές δυνατότητες τόσο ως όργανο σόλο, όσο και στην ορχήστρα. Από τους υπολοίπους, έγραψαν μουσική για φ. οι Βιβάλντι, Χέντελ, Μότσαρτ, Περγκολέζι, Μπετόβεν. Η αναβίωση του φ. στη νεότερη εποχή οφείλεται στον Ντεμπισί, που έκανε το όργανο αυτό πρωταγωνιστή στο περίφημο Πρελούντιο στο απόγευμα ενός φαύνου. Πρωτότυπες δυνατότητες ηχοχρώματος και τεχνικής του φ. αποκαλύφθηκαν, στον ανώτατο δυνατό βαθμό, από τους συνθέτες της νέας μουσικής πρωτοπορίας, όπως π.χ. από τον Γαλλοαμερικανό συνθέτη Εντγκάρ Βαρέζ στο έργο Πυκνότητα 21,5. Ο τίτλος της σύνθεσης αναφέρεται στην πυκνότητα ενός φ. από πλατίνα, με το οποίο εκτελέστηκε η μουσική.
Φλάουτα κατασκευής ιταλικής (1 και 2), βορειοαμερικανικής (3) και αυστριακής (4 και 5).
Περουβιανό αγαλματάκι του 16ου αι., που εικονίζει παίκτη φλάουτου.
Φιλιππινέζος παίζει ένα μεγάλου μεγέθους φλάουτο από μπαμπού στην έναρξη της εθνικής γιορτής των Φιλιππινών (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το, Νμουσ.1. ο πλαγίαυλος2. φρ. «φλάουτο με ράμφος» — πνευστό όργανο, πρόγονος τού φλάουτου που χρησιμοποιήθηκε από τον Μεσαίωνα μέχρι την εποχή μπαρόκ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. flauto < αρχ. προβηγκιακό flaut, πιθ. άλλος τ. αντί flaujol / flauja < λατ. flo «πνέω, φυσώ» (βλ. και λ. φλαζεολέ)].
Dictionary of Greek. 2013.